τιμάριθμος

τιμάριθμος
Αριθμητικός δείκτης που εμφανίζει τις διακυμάνσεις των τιμών των ειδών σε ορισμένη χρονική περίοδο και σε σύγκριση με το επίπεδο τιμών της περιόδου που έχουμε πάρει ως βάση. Ο τ. περιλαμβάνει τις τιμές ορισμένων προϊόντων. Για να τον καταρτίσουν, χρησιμοποιούν διάφορα συστήματα υπολογισμού. Στη χώρα μας η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδας (ΕΣΥΕ) καταρτίζει 3 τ. (ή δείκτες τιμών): α) τον τ. χονδρικής πώλησης, β) τον τ. χονδρικής πώλησης ειδών εσωτερικής κατανάλωσης και γ) τον τ. καταναλωτή. Tιμαριθμικός μισθός. Συμβατικός μηχανισμός που επιτρέπει την αυτόματη προσαρμογή των μισθών στο κόστος της ζωής. Η αμοιβή του εργαζόμενου αποτελεί χρηματική οφειλή του εργοδότη και η αντιστοιχία της εκφράζεται με ένα χρηματικό ποσόν καθορισμένο από πριν (ονομαστικό μισθό). Αν το νόμισμα υποτιμηθεί, ο μισθός ελαττώνεται ανάλογα (πραγματικός μισθός) γιατί με αυτόν μπορεί να αγοραστεί μικρότερη ποσότητα αγαθών. Για να προφυλαχθεί ο εργαζόμενος από την κατάσταση αυτή, ο μισθός συνδέεται με μερικούς σύνθετους τ., που εκφράζουν την εξέλιξη του κόστους της ζωής έτσι που να διατηρείται σχετικά σταθερή η αγοραστική αξία του. Αν ο τιμαριθμικός μισθός αποτελεί χρήσιμο όργανο που επιτρέπει στον εργαζόμενο να διατηρεί το βιοτικό του επίπεδο ακόμα και σε περίοδο πληθωρισμού, η γενική και αυτόματη εφαρμογή του θα είχε ως τελικό αποτέλεσμα vα αποτελέσει και αυτός αιτία πληθωρισμού γιατί τείνει στη μονιμοποίηση της ανόδου των τιμών, που θα μπορούσε να είναι μόνο πρόσκαιρη. Bλ. λ. μισθός.
* * *
ο, Ν
(οικον.) δείκτης μετρήσεως τού κόστους διαβιώσεως ο οποίος βασίζεται στις μεταβολές τών λειανικών τιμών, αλλ. δείκτης τιμών καταναλωτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + αριθμός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τιμάριθμος — ο ο μέσος όρος τιμών των βασικών καταναλωτικών αγαθών σε ορισμένη εποχή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… …   Dictionary of Greek

  • ναυλάριθμος — και ναυλοτιμάριθμος, ο ναυτ. δείκτης που καταρτίζεται από αρχές, οργανισμούς ή ναυτιλιακές επιχειρήσεις και αφορά την εξέλιξη τών ναύλων με βάση ένα συγκεκριμένο έτος, το οποίο χαρακτηρίζεται με τον αριθμό 100. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναύλα + αριθμός /… …   Dictionary of Greek

  • παρουσιάζω — ΝΜΑ [παρουσία] νεοελλ. 1. επιδεικνύω, προσάγω ενώπιον κάποιου («παρουσίασα τα συμβόλαια») 2. εμφανίζω, κάνω φανερό κάτι (α. «η κατάσταση τού ασθενούς παρουσιάζει βελτίωση» β. «ο τιμάριθμος παρουσιάζει συνεχή άνοδο») 3. οδηγώ κάποιον σε άλλον… …   Dictionary of Greek

  • τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… …   Dictionary of Greek

  • τιμαριθμικός — ή, ό, Ν [τιμάριθμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τιμάριθμο 2. φρ. «αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή» (οικον.) περιοδική προσαρμογή τού μισθού δημοσίων και ιδιωτικών υπαλλήλων καθώς και τών ημερομισθίων τών εργατών, αντίστοιχη με την… …   Dictionary of Greek

  • τιμαριθμοποίηση — η, Ν (οικον.) η προσαρμογή διαφόρων οικονομικών μεγεθών στον τιμάριθμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιμάριθμος + ποιώ] …   Dictionary of Greek

  • φασισμός — Ιταλικό πολιτικό κίνημα, που ιδρύθηκε στο Μιλάνο στις 23 Μαρτίου 1919 από τον Μπενίτο Μουσολίνι, ο οποίος στηρίχτηκε σε αυτό για να καταλάβει την εξουσία και να επιβάλει στην Ιταλία ένα δικτατορικό καθεστώς από το 1922 έως το 1945. Η λέξη φ. (που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”